- Λιβυκός
- Λιβυκόςthe west bank of the Nilemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιβυκός — ή, ό (Α Λιβυκός, ή, όν) [Λιβύη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λιβύη ή προέρχεται από τη Λιβύη (α. «λιβυκό πετρέλαιο» β. «Λιβυκό Πέλαγος» γ. «ἐκ τοῡ Ἀραβίου ὄρεος ἐς τὸ Λιβυκὸν καλεόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. δυτικός 2. φρ. α. «Λιβυκὸν ὄρνεον»… … Dictionary of Greek
λιβυκός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στη Λιβύη: Λιβυκή έρημος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τερέντιος, ΄Αφερ (Λιβυκός) Πόπλιος — (Publius Terentius Afer, Καρχηδόνα περίπου 190 π.Χ. – περίπου ; 160). Ρωμαίος κωμικός ποιητής. Δούλος του συγκλητικού Τερέντιου Λουκανού, απέκτησε πολιτικά δικαιώματα, αφού έγινε απελεύθερος. Έζησε σε στενή επαφή με τους ελληνίζοντες κύκλους των… … Dictionary of Greek
Λιβυκά — Λιβυκός the west bank of the Nile neut nom/voc/acc pl Λιβυκά̱ , Λιβυκός the west bank of the Nile fem nom/voc/acc dual Λιβυκά̱ , Λιβυκός the west bank of the Nile fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβυκῶν — Λιβυκός the west bank of the Nile fem gen pl Λιβυκός the west bank of the Nile masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβυκόν — Λιβυκός the west bank of the Nile masc acc sg Λιβυκός the west bank of the Nile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβυκαῖς — Λιβυκός the west bank of the Nile fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβυκαῖσι — Λιβυκός the west bank of the Nile fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβυκαί — Λιβυκός the west bank of the Nile fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβυκοῖο — Λιβυκός the west bank of the Nile masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)